Η ψαλτική τέχνη στηρίζεται στη προφορική παράδοση σε ένα μεγάλο βαθμό αφού δεν υπάρχουν έγγραφες πηγές. Στις ακολουθίες και στο τυπικό τους βλέπουμε ότι υπάρχουν διαφορές από μια παλιότερη χρονική περίοδο σε σχέση με το σήμερα. Η εκκλησιαστική τάξη είναι αλλοιωμένη από περιοχή σε περιοχή καθώς ο ψάλτης μεταφέρει την τέχνη του μέσα στο πέρασμα του χρόνου από τον δάσκαλό του ενώ την αποδίδει στον μαθητή του. Σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται ο σεβασμός στη έννοια της παράδοσης αλλά οφείλουμε να γνωρίζουμε και να υποστηρίζουμε την ορθή τάξη των πραγμάτων. Δεν γίνεται λόγος για τις αλλαγές στην εκκλησιαστική τάξη που αφορούν λειτουργικούς λόγους των ακολουθιών, αλλά για ανούσιες αλλαγές μικρές ή μεγάλες που κυρίως γίνονται για λόγους αισθητικούς του καθενός που σχετίζεται με αυτή την εκκλησιαστική τάξη.
Στη πατριαρχική τάξη, που ισχύει ως τις μέρες μας, βλέπουμε ότι τηρείται κατά το δυνατόν το τυπικό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας (ΜτΧ). Στο πατριαρχικό ναό οι δυο χοροί αποτελούνται από τους άρχοντες πρωτοψάλτη και λαμπαδάριο, τους δομέστικους και άλλους βοηθούς. Σε θέματα λειτουργικής τάξης φαίνεται ότι η παράδοση συμβαδίζει με το τυπικό καθώς αποφεύγονται φαινόμενα μουσικής σύγχυσης. Πιο συγκεκριμένα, οι πατριαρχικοί χοροί στις αιτήσεις «απαντούν» εναλλάξ με τις παρακλήσεις των «Κύριε ελέησον» και «Παράσχου Κύριε». Αυτές οι παρακλητικές ευχές λέγονται κοφτά και λιτά χωρίς ιδιαίτερο μουσικό και μελισματικό ενδιαφέρον ενώ ο διάκονος στις αιτήσεις ακολουθεί την ίδια λογική δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στο θεολογικό κείμενο και το νόημα που το διέπει. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι στην αίτηση «Της Παναγίας Αχράντου…» δεν ψέλνουν το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς» καθώς προκαλεί σύγχυση ακουστική εκείνη την ώρα και αποτελεί υπερβολή για την συγκεκριμένη αίτηση. Στην ελληνική εκκλησία και στο Άγιο Όρος έχει επικρατήσει το αντίθετο, δηλαδή να ψέλνεται το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», χωρίς να σημαίνει ότι δεν είναι ορθό αφού ακολουθεί την παράδοση της τοπικής εκκλησίας.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την αίτηση «Αντιλαβού σώσον, ελέησον…» όπου στα πατριαρχικά αναλόγια ψέλνεται το «Κύριε ελέησον» ως συνέχεια των προηγούμενων αιτήσεων. Στην ελλαδική εκκλησία στην ίδια ακριβώς αίτηση ψέλνεται το «Αμήν» χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Εδώ όμως τίθεται θέμα ορθότητας καθώς αποτελεί εξ ολοκλήρου θεολογικό ζήτημα αφού το «Αμήν» λειτουργεί ως επισφραγιστική ευχή σε όλες τις περιπτώσεις που το συναντούμε μέσα στην λειτουργική τάξη των ακολουθιών. Στην συγκεκριμένη αίτηση δεν χρειάζεται επισφράγιση καθώς είναι επίκτητη η ανάγκη του ελέους σύμφωνα με το θεολογικό νόημα της αίτησης. Έτσι συναντάμε μια διόρθωση στη ελληνική εκκλησιαστική παράδοση στις μέρες καθώς δεν αποτελεί νεωτερισμό αλλά ορθότητα σύμφωνα με το θεολογικό νόημα. Τα συγκεκριμένα ζητήματα φαίνονται μικρής σημασίας αλλά αποτελούν κρίκους μιας αλυσίδας που κρατά αναλλοίωτη τη ψαλτική τέχνη στο πέρασμα του χρόνου ως φορέα της εκκλησιαστικής παράδοσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου