Στην ιστορία της εκκλησιαστικής μουσικής της ανατολικής ορθοδόξου εκκλησία μας παρατηρείται μια λαμπρή πολιτιστική πορεία όπου μεταλαμπαδεύεται από ψαλτήρι σε ψαλτήρι κι από δάσκαλο στο μαθητή. Πηγές για την ιστορική ανάδρομη είναι κυρίως η προφορική παράδοση καθώς οι γραπτές είναι σπάνιες και ανεξερεύνητες. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το είδος της μουσικής στην γέννηση του συνδυάζει τρείς μεγάλους πολιτισμούς: τον ιουδαϊκό αφού οι πρώτοι χριστιανοί παρέλαβαν από την συναγωγή τους ψαλμούς, τον συριακό πολιτισμό καθώς κορυφαίοι ύμνοι όπως το κοντάκιο έλκουν την καταγωγή τους από την Συρία και τον πολιτισμό της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Είναι σπουδαίο ότι μέχρι στις μέρες μας μέσα σε αυτή την μουσική ανιχνεύεται η αξία των φωνητικών φθόγγων της αρχαίας ελληνικής προσωδίας όπως τα μακρά και τα βραχέα, η περισπωμένη και η οξεία.
Από τα αποστολικά χρόνια η ιερά αυτή μουσική είχε κυρίως εκφωνητικό χαρακτήρα χωρίς περιττές μελωδίες και καλλωπισμούς. Εμφανίζεται η μονοφωνία όπου έψελναν όλοι μαζί μια μελωδία όπου ήταν δυνατόν στα πλαίσια της ακολουθίας εμφανίζοντας έτσι τους αρχαίους ύμνους “Φώς Ιλαρόν” και “Πλούσιοι επτώχευσαν και επίνασαν”. Μέχρι την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου όπου μεταφέρεται η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη στα 323 μ.Χ., εμφανίζεται η αντιφωνία όπου οι ψάλτες ψέλνουν μεταξύ τους με την μορφή της ερωταπόκρισης.
Κατά τον 4ο αιώνα εμφανίζεται στα πλαίσια της λατρευτικής σύναξης το ισοκράτημα όπου τηρεί την έννοια του βάσιμου φθόγγου και λειτουργεί υποστηρικτικά στην ψαλμωδία. Σε αυτόν τον αιώνα παρατηρείται μια πρώτη μορφή αλφαβητικής σημειογραφίας, την λεγόμενη παρασημαντική, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει στην εξέλιξη της μουσικής η εμφάνιση της χειρονομίας. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι αυτή την χρονολογία εμφανίζεται στη δύση το Αμβροσιανό και Γρηγοριανό μέλος.
Στον 8ο αιώνα εμφανίζεται ο Ιωάννης Δαμασκηνός, διαρρυθμιστής και να ανακαινιστής της εκκλησιαστική μας μουσικής. Καταγράφει την πρώτη οργανωμένη μορφή μουσικού συστήματος, την περίφημη Οκτώηχο καθώς μας παραδίδει ως υμνογράφος σπουδαίους ύμνους. Στον 9ο αιώνα παρουσιάζεται η μονή του Στουδίου με τεράστιο υμνογραφικό και ασματογραφικό έργο ως αναλαμπή της μεγάλης ακμής στον υμνογραφικό τομέα πριν από την παρακμή του 10ου αιώνα. Γίνεται η εισαγωγή της εκκλησιαστικής μουσικής από το Βυζάντιο στη Ρωσία ενώ στη δύση αναπτύσσεται η γρηγοριανή και παλεστρινιανή μουσική.
Μόλις στα 1100 χρόνια μ.Χ. εμφανίζεται από το Δυρράχιο ο Ιωάννης Μαΐστωρ ο Κουκουζέλης αρχικά στην αυτοκρατορική αυλή και μετέπειτα στην Μεγίστη μονή του Αγίου Όρους της Λαύρας. Είναι σημαντικό ότι εισάγει μια δική του γραφή καθώς θεωρείται ο μεγαλύτερος συνθέτης παπαδικής μελοποιίας, δημιουργώντας έτσι μια δική του περίοδο στην ιστορία αυτής της μουσικής μέχρι την άλωση στα 1453 μ.Χ.
Με την άλωση της πρωτεύουσας της βυζαντινής αυτοκρατορίας από του Οθωμανούς παρατηρείται μια παρακμή με κάποιες αναλαμπές καθώς ο παγκόσμιος πολιτισμός περνούσε από την περίοδο του Μεσαίωνα. Αυτή η περίοδος διήρκησε μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα όπου ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, ο τότε λαμπαδάριος της Μ.τ.Χ.Ε., δημιουργήσει την δική του παρασημαντική γραφή δίνοντας ένα συγκεκριμένο τόνο στις υπάρχουσες μελωδίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για ένα μεγάλο μουσικό της εποχής όπου είχε αναγνωριστεί και από τους Οθωμανούς της εποχής του. Η γραφή του λειτουργεί ως πρόδρομος της σημερινής γραφής ανακηρύσσοντας τον ίσως τον πιο σημαντικό δάσκαλο της μεταβυζαντινής περιόδου στην ψαλτική τέχνη.
Τέλος σε αυτή τη συνοπτικά ιστορική αναδρομή της ψαλτικής τέχνης, έχουμε την μουσική επιτροπή των τριών εφευρετών της νέας γραφικής μεθόδου η οποία έλαβε μέρος στην Κωνσταντινούπολη στα 1814 μ.Χ. Σε αυτή έλαβαν μέρος τρείς μεγάλοι δάσκαλοι της εποχής εκείνης, ο επίσκοπος Χρύσανθος από τη Μάδυτο, ο Χουρμούζιος ο Χαρτοφύλαξ και ο Γρηγόριος ο Πρωτοψάλτης. Αυτή η επιτροπή έθεσε τα σημάδια που αποτελούν τη μουσική γραφή και δημιούργησε το θεωρητικό που ισχύει μέχρι σήμερα. Σημαντικό επίσης είναι ότι το πιο σύγχρονο κομμάτι της ιστορίας βρίσκεται σε εξέλιξη και γράφεται από την επιτροπή του 1814 έως σήμερα. Απαρτίζεται από τις διάφορες τοπικές σχολές και παραδόσεις ψαλτικής τέχνης που διαμορφώνουν το πολιτιστικό κόσμο του ρωμαίικου στοιχείου. Ως φάρος και καθοδηγητής της ψαλτικής τέχνης λειτουργεί έως σήμερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η ευρύτερη εκκλησία της Κωνσταντινούπολης η οποία μεταδίδει αναλλοίωτο το στοιχείο της ψαλτικής παράδοσης και πολιτισμού.